Αλεξανδρινή Τέχνη

Αλεξανδρινή Τέχνη
Μηνιαίο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό (Αλεξάνδρεια, 1926-30). Θεωρείται σημαντικό για τα βιβλιογραφικά στοιχεία που περιέχονται στις σελίδες του σε ό,τι αφορά τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλεξανδρινός — και ντρινός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια ή που προέρχεται από αυτήν 2. αυτός που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια 3. αλεξανδρινοί χρόνοι, οι χρόνοι τών διαδόχων τού Μ. Αλεξάνδρου (αλλ. ελληνιστικοί) 4. αλεξανδρινή τέχνη ή… …   Dictionary of Greek

  • Μπούμη-Παπά, Ρίτα — (Σύρος 1906 – 1984). Παιδαγωγός και ποιήτρια, σύζυγος του ιστορικού της νεοελληνικής λογοτεχνίας Νίκου Παπά. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Ιταλία, όπου παράλληλα μελέτησε την ιταλική και τη γαλλική λογοτεχνία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε τη… …   Dictionary of Greek

  • Νικολαρεϊζης, Δημήτρης — (Βαθύ Σάμου 1908 – 1981). Δικηγόρος, διπλωμάτης και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Σταδιοδρόμησε στο διπλωματικό σώμα, φτάνοντας στις ανώτατες βαθμίδες του.… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”